Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το καλαμπόκι

  • 1 καλαμπόκι

    [халамбоки] ουσ. о. кукуруз

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλαμπόκι

  • 2 кукуруза

    кукуруза ж το καλαμπόκι, о αραβόσιτος
    * * *
    ж
    το καλαμπόκι, ο αραβόσιτος

    Русско-греческий словарь > кукуруза

  • 3 кукуруза

    ο αοαβόσιτος, το καλαμπόκι (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кукуруза

  • 4 кукуруза

    кукуру́з||а
    ж τό καλαμπόκι, ὁ ἀραβόσιτος, τό ἀραποσίτι.

    Русско-новогреческий словарь > кукуруза

  • 5 маис

    маис
    м τό καλαμπόκι, ὁ ἀραβόσιτος, τό ἀραποσίτι.

    Русско-новогреческий словарь > маис

  • 6 примесь

    примесь
    ж ἡ προσθήκη, ἡ πρόσμιξη [-ις], τό ἀνακάτωμα:
    мука с \примесью ку-куру́зы ἀλεύρι ἀνακατωμένο μέ καλαμπόκι,

    Русско-новогреческий словарь > примесь

  • 7 кукуруза

    [κουκουρούζα] ουσ. θ. καλαμπόκι

    Русско-греческий новый словарь > кукуруза

  • 8 маис

    [μαΐς] ουσ. α. καλαμπόκι

    Русско-греческий новый словарь > маис

  • 9 кукуруза

    [κουκουρούζα] ουσ θ καλαμπόκι

    Русско-эллинский словарь > кукуруза

  • 10 маис

    [μαΐς] ουσ α καλαμπόκι

    Русско-эллинский словарь > маис

  • 11 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 12 кочан

    κ. -чна α. κραμβολάχανο, το κεφάλι της κράμβης. || στάχυ καλαμποκιού με καρπό (καλαμπόκι) επίσης και χωρίς καρπό (κοτσάνι).

    Большой русско-греческий словарь > кочан

  • 13 кукуруза

    θ.
    καλαμπόκι, αραβόσιτος (φυτό και καρπός).

    Большой русско-греческий словарь > кукуруза

  • 14 кулиса

    θ.
    1. κυρίως στον πλθ. -лисы, -лис παρασκήνια (θεάτρου).
    2. μαχλός (λεβιέ) ταχυτήτων.
    3. προστατευτική ζώνη από μακρυστέλεχα φυτά (καλαμπόκι, ηλίανθος κλπ.).
    εκφρ.
    за -ы – στα παρασκήνια, πίσω από τη σκηνή•
    за -ими – στα παρασκήνια (κυρλξ. κ. μτφ.)

    Большой русско-греческий словарь > кулиса

  • 15 лущить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лущённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.δ. μ.
    1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, εκκοκκίζω• απολεπίζω•

    лущить горох εκκοκκίζω μπιζέλια•

    лущить кукурузу ξεφλουδίζω καλαμπόκι•

    лущить семечки ξεφλούδιζα) σπόρια.

    2. τσουγκράν ίζω (χώμα).
    ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι, εκκοκκίζομαι,• απολεπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лущить

  • 16 маисовый

    επ.
    του καλαμποκιού• καλαμποκίσιος•

    -ое поле χωράφι, σπαρμένο με καλαμποκι•

    -ая лепёшка καλαμποκίσια κουλούρα.

    Большой русско-греческий словарь > маисовый

См. также в других словарях:

  • καλαμπόκι — το (λ. αλβ.) 1. το φυτό και ο καρπός του αραβόσιτου: Το χωράφι το έχουμε σπείρει καλαμπόκι. 2. καλαμποκάλευρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπόκι — Βλ. λ. αραβόσιτος. * * * το 1. το φυτό αραβόσιτος*, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά 2. ο καρπός τής καλαμποκιάς, η «κούκλα» 3. καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ άλλη άποψη < τουρκ. kalembek) …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • καλαμποκήσιος — ια, ιο αυτός που παρασκευάζεται από καλαμπόκι, καλαμποκένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμπόκι + κατάλ. ήσιος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»